Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Θεατρική κριτική Βόϋτσεκ του Μπύχνερ, Θέατρο Σημείο Μηδέν


Όταν η  βία επιστρέφει μέσα σου


 

ΒΟΫΤΣΕΚ του ΓΕΟΡΓΚ ΜΠΥΧΝΕΡ, ΘΕΑΤΡΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ

25 Οκτωβρίου 2013-21 Ιανουαρίου 2014

 

 

Το έργο  Βόϋτσεκ του Γ. Μπύχνερ έμεινε ανολοκλήρωτο. Δεν τελείωσε ποτέ. Προορίζεται  να ολοκληρώνεται στη σκηνή κάθε φορά που παίζεται με  νέες σημασίες. Έτσι επιτελεί στο θεατρικό γίγνεσθαι μοναδικά. Επαναφορτίζεται διαρκεί και υπάρχει μέσα στο χρόνο. Το έργο αυτό δεν είναι μια σκηνή απλά. Αλλά μέσα από τη μία σκηνή φωτίζονται όλες οι σκηνές του κόσμου: το σύμπαν του δυτικού πολιτισμού, της επιστημονικής θεωρίας, του σώματος και της ψυχής. Ανοίγεται μέσα στο έργο μια άλλη σκηνή και εμφανίζει τη αλαζονεία της εξουσίας, τη ηθική της τεχνοκρατικής επιστήμης, τη βία της εξουσίας. Ενώ μιλάμε για μια σκηνή ενός δρόμου, ενός δωματίου ενός σπιτιού -δεν έχει σημασία-  ξεδιπλώνεται η δυσφορία για τον  πολιτισμό, η απομυθοποίηση της επιστήμης, αποκαλύπτεται η βία  της επιθυμίας και του  τραύματος.

Το έργο φωτίζει τη ιστορία του προσώπου  εκ των έσω. Ο Βόϋτσεκ -ως νέος Προμηθέας Δεσμώτης-  γίνεται η αφορμή για να δούμε ξανά τη αρχέγονη σύγκρουση της Βίας με το Κράτος. Δεν μας παρέχει  απαντήσεις, πέρα   από το πάθημα του: να  δούμε τον άνθρωπο δέσμιο των παθών  της εξουσίας.  Ο Προμηθέας δεμένος προσφέρει τις σάρκες του ενώ ο Βόϋτσεκ  μας ξεναγεί στον ψυχικό εσωτερικό κόσμο λέγοντας μας : «μέσα και έξω φυλακή».  Αδύνατος, πάσχων, μετέωρος  μας βάζει  στο παραλήρημα του. Είναι ένα «όν προς θέα».  Άραγε αυτή η θέαση σώζει;  Είναι ο στρατιώτης και ο υπηρέτης του κόσμου αυτού.  Ερωτευμένος με την ομορφιά  της ζωής που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της αγαπημένης του Μαρίας - της κάθε Μαρίας - αγωνιά να την κατακτήσει να την κάνει δική του να τη σώσει. Η ομορφιά του κόσμου – μια γυναίκα, η Μαρία - φτωχή πόρνη και αγία συνομιλεί με όλες τις Αγίες πόρνες της παγκόσμιας λογοτεχνίας τη Ναστάσια (Ντοστογιέφσκι, Ηλίθιος), Κοραλία (Μπαλζάκ, Χαμένες ψευδαισθήσεις) έχουν το ίδιο τέλος. Δολοφονούνται από τα  αγαπημένα τους πρόσωπα. Είναι τα  πρώτα θύματα μιας βίας συσσωρευμένης και ανομολόγητης που χτυπά από μέσα, εσωτερικά. Γράφουν  τη βία στο σώμα τους, -ως οι Αιώνια Άλλοι- την ονοματοποιούν, τη καθαίρουν.  Ο θάνατος τους αφήνει  ανθρώπους ερείπια, γκρεμίζεται η σωτηρία, η βία κυριαρχεί.

Άραγε το πρόταγμα των  κοινωνικών συστημάτων του πλήρη ατομικισμού, των οικονομικών σχημάτων του παγκόσμιου και του ισχυρού, των τεχνοκρατικών επιστημών της βεβαιότητας  ποια βία αναπαράγουν και προτείνουν σήμερα; Που οδηγείται ο άνθρωπος που επιθυμεί;        


Μήπως από  θύματα μιας κοινωνίας αβυσσαλέας καταλήγουμε θύτες αλληλοσπαραγμένοι  και έρημοι; Αυτό το ερώτημα θέτει ο Μπύχνερ στο ατελείωτο αριστούργημά του  και το ανασκευάζει με έξοχο τρόπο ο Σάββας Στρούμπος σκηνοθετικά, κινητοποιώντας το σώμα, ψυχή, φωνή,  κίνηση σε μια εκπληκτική παράσταση εξαιρετικού στοχασμού και ύφους.

Η Ελεάνα Γεωργούλη ως Μαρία, μαντόνα θρηνούσα πάσχουσα  λειτουργεί ως ιέρεια το ρόλο της. Η Δέσποινα Χατζηπαυλίδου ως  Αντρές  εξαιρετική γιατρός, τρελός επιστήμονας και θεατρικό προσωπείο. Ο Δαυίδ Μαλτέζε αρχιτυμπανιστής και λοχαγός  δηλώνει τη βία και τη ακυρώνει μαζί, ενώ ο Μιλτιάδης Φιορέντζης ως Βόϋτσεκ  θύμα βυθισμένο στο χάος της εξουσίας, αλλάζει στρατόπεδα, ψυχικά φορτία, διαθέσεις και μας συνεπαίρνει στο οικείο δράμα του.

«Όταν η βία επιστρέφει μέσα σου» το θέατρο μπορεί και φωτίζει τις επιστροφές για να πράξουμε αλλιώς.

ΚΡΙΤΙΚΗ για το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης 2013, Αγαμέμνων


Εμείς οι Κλυταιμνήστρες

Κριτική για τη θεατρική παράσταση Αγαμέμνων Αισχύλου, ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης 2013

 

 

Ο πόλεμος της Τροίας βουτάει τον κόσμο στο πένθος.  Ο πόλεμος αυτός στοιχειώθηκε κυριολεκτικά από  δύο γυναίκες αδελφές τις κόρες του Τυνδαρέω ως φαντάσματα, παρούσες ή απούσες: την Ελένη αιτία και αφορμή του πολέμου και τη Κλυταιμνήστρα τη δραματική  του κατάληξη. Η μία παρέχει τη αφετηρία του πολέμου την έναρξη του σπαραγμού, το άρπαγμα της Άτης, τον αποχωρισμό από τον οίκο και η άλλη  παραδίδει το κόστος της επιστροφής σε αυτόν, μετρώντας νεκρούς και απώλειες.  Οι δύο μορφές  είναι   δύο όψεις της ίδιας ενότητας. Βρίσκονται εκεί στην αρχή και το τέλος του πολέμου ως γυναίκες –αράχνες υφαίνουν το κακό, καραδοκούν ως αντίπαλο διπλό η μια της άλλης, ανελέητες ανδροφόνες και πολεμοχαρείς, διπλές, οριακές, μεταίχμια ενός κόσμου ορατού πραγματικού και ενός κόσμου αόρατου φαντασμάτων φαντασιώσεων και πτωμάτων.

Δίπλα σε αυτά τα τέρατα αναφέρονται δύο παρθένες, η Ιφιγένεια και η Κασσάνδρα. Αλυσοδένονται δέσμιες  οδηγούνται στη σφαγή, θύματα και οι δύο ενός πολέμου, ενός νεκρικού γάμου,  μιας βίαιης αρπαγής, ενός χρησμού, ενός Θεού. Θύματα της βίας, της εξουσίας  πατρικής ή βασιλικής, πεθαίνουν παίρνοντας στο λαιμό τους στρατεύματα ανδρών. Η Ιφιγένεια με το θάνατό της ελευθερώνει τον πόλεμο είναι το πρώτο θύμα του πολέμου παράφορα ηρωικό όπως και η Κασσάνδρα επίσης παράφορα ηρωικά προσωποποιεί  τη κατάληξη του το οδυνηρό του τέλος.

Ο πόλεμος καθρεπτίζεται στα πρόσωπα των γυναικών με ολέθριο τρόπο, πένθιμο, οργιαστικό.  Το μητρικό πένθος για το χαμό των νεαρών παρθένων αλλά και όλων των ανδρείων πολεμιστών που χάθηκαν στο πόλεμο  είναι θυμώδες οριακό και ελλοχεύει κινδύνους, εργάζεται την οργή και το κακό, προετοιμάζει την άβυσσο στην τραγωδία. Εκεί γκρεμίζεται η ύβρις του  τυράννου. Η επιθυμία για δύναμη και εξουσία  στο κόσμο σωριάζεται στα πόδια των μητρικών μορφών που θρηνούν τα παιδιά τους  και τότε και τώρα.  Μετά τις εκστρατείες είναι η ώρα των θρήνων «ο λογαριασμός στο σπίτι». Οι επιπτώσεις των επιλογών μας περιμένουν εκεί να δικάσουν, Ερινύες διωκτικές. Οι επιστροφές σημαίνουν καταστροφές. Κανείς δεν ξεφεύγει, δεν πρόκειται να ξεφύγει, ούτε ο Αγαμέμνων ούτε οι επίγονοι του. Η επιστροφή των Ερινυών δεν είναι κατασκευή ορθολογικού φόβητρου, αλλά ψυχικό αίτημα ζορισμένο και βουβό. Αίτημα που απωθήθηκε επιστρέφει ζητώντας δικαίωση. Είναι ύβρις να πιστεύει κάποιος ότι θα κατακτήσει τον κόσμο θα κυριαρχήσει παντού, χωρίς κόστος, χωρίς τη Θεία Δίκη. Το τραγικό μάθημα αυτό είναι διαχρονικό και επίκαιρο. Η επιθυμία για εξουσία έχει ολέθριο κόστος και καταβαραθρώνει. Οι εξουσιαστές τρώγονται από τα ίδιες τις επινοήσεις τους.  Μπορεί σήμερα  το κόστος αυτό να απωθείται να ωραιοποιείται μέσα από εξιδανικεύσεις, να γίνεται ατάκα, χαβαλές, μπορεί να μοιάζει αδύνατη φαντασιακή ή νοσηρή η κυριαρχία των Ερινυών, αλλά εκείνες επιστρέφουν διωκτικά πουλιά της νύχτας, επαναφέρουν το παρελθόν «ποιος είσαι και τι έπραξες» και αρχίζουν τα δικαστήρια.       

Αυτά τα δικαστήρια προετοιμάζονται για μια δεκαετία στο σπίτι  των Ατρειδών, όσο και η διάρκεια του τρωικού πολέμου. Η Κλυταιμνήστρα άλλοτε ως Ερινύα και άλλοτε ως λέαινα τρέφεται από φαντάσματα ωμοφαγικών δείπνων, σκιές σκοτωμένων  παιδιών. Μαύρη μητέρα τερατική και πενθούσα προετοιμάζει το έγκλημα. Το σπίτι ανήκει στο σκοτάδι, ένα τοπίο του Άδη με τη Κλυταιμνήστρα  γυναίκα και άντρας μαζί, πολεμική, υπέρμαχος  του αίματος και των δεσμών του, μαχητής του οίκου και της προάσπισής του με κάθε μέσο, με όλα τα μέσα. Εκείνος που νικά τον κόσμο δεν νικά το εχθρό που τον περιμένει στο ίδιο του το σπίτι. Εκείνος που τον κόσμο κέρδισε σε δίχτυ τυλίγεται χαμένος στα χέρια της γυναίκας του. Ο βασιλιάς είναι νεκρός. Ο άτρωτος είναι τρωτός, ο δυνατός αδύναμος. Η αντιστροφή των πάντων μια άλλη ματιά επιβάλλει. Το δίκιο άλλαξε ροή. Από το σκοτάδι του οίκου βγαίνει φωτιά και ενώνει γη και ουρανό, το πάνω και το  κάτω, τα αόρατα έρχονται στο φως, οι νεκροί διεκδικούν τις τιμές τους. Η θέα του ενός άλλου δικαίου ξεπηδά, η  δικαιοσύνη  είναι προς αναζήτηση, στοιχείο δημοκρατίας όχι ο νόμος του βασιλιά άνωθεν επιβεβλημένος. Η Κλυταιμνήστρα πρωτοπόρος ατρόμητη καλεί όλον τον γυναικείο κόσμο στην αναθεώρηση του δικαίου και ο Αισχύλος στο τέλος της Ορέστειας μεταβάλλει οδυνηρά τις Ερινύες σε Ευμενίδες μέσω της Θεάς Αθήνας, συστήνοντας τη δημοκρατία  δίπλα στη κάθαρση.

Η παράσταση  του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, ήταν πολύ καλή και η σκηνοθετική ματιά της Νικαίτη Κοντούρη προσεκτική και διακριτική. Εξόχως  η  Καραμπέτη   ξεσηκώνει με τα χέρια ματωμένα και ανοιχτά παρακινώντας στον αγώνα της Κλυταιμνήστρας  μοιάζει να λέει: «Εμείς οι Κλυταιμνήστρες», δικαιώνει το διαχρονικό στοιχείο του ρόλου της. Ο Μηνάς Χατζησάββας, ως  Αγαμέμνων χωρίς να φοβάται  να είναι αλαζόνας, είρων, νικητής και χαμένος κρατά με επιτυχία τον ατυχή ρόλο του Αγαμέμνονα στο μεταίχμιο της δύναμης και της αδυναμίας. Η Θεοδώρα Τζήμου σε μια Κασσάνδρα  εύστοχα παράλληλης της  Ιφιγένειας, θύμα και μάντισσα αποδεικνύει το πηγαίο παλμό της φωνής της καλύτερο και ασφαλέστερο από τις υποθετικές κραυγές. Ο χορός των γερόντων άκαμπτος, καρφωμένος στα μικρόφωνα  διαβάζει το παρελθόν, αλλά σωσμένος τελικά από τα σκηνοθετικά ευρήματα  της εξέδρας που γίνεται καταπακτή, συμβολική ίσως των πολλαπλών  επιπέδων που παίζεται το δράμα.