Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Το βλέμμα της Αγαύης Τότε και Τώρα


Το βλέμμα της Αγαύης Tότε και Tώρα

Αναστασιάδη Δήμητρα

Θήβα 28 Νοεμβρίου 2015

 

 

Τι κοιτά η Αγαύη στην τραγωδία των Βακχών;  Ποιόν τόπο μας προτρέπει να δούμε  και πως; Τι βλέμμα προϋποθέτει  εκείνος ο ενδιάμεσος τόπος  μεταξύ  πόλης - υπαίθρου, γης και ουρανού,  πολιτισμού και αγριότητας,  Θεού και ανθρώπου;

Η τραγωδία των Βακχών  αρχινά με την καταγωγή του Θεού και της ύβρεως που έχει διεπράχθη στη μητέρα του Σεμέλη.  Το άβατον μητρός μνήμα (στ. 10)  υπενθυμίζει τι είχε συμβεί στο παρελθόν. Δεν έχει ξεχαστεί. Η τραγωδία ξεκινά με την ανάμνηση της πρώτης ύβρεως. Το βλέμμα προς το παρελθόν υποχρεώνει  να δούμε «με άλλα μάτια»  το παρόν και το μέλλον. Αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση της τραγωδίας: η αναθεώρηση του παρελθόντος.

Ο  Θεός Διόνυσος, Θεός επιφανής –ως «εμφανής δαίμων»- ανακαλεί την μνήμη, το μυθολογικό του παρελθόν  για να φανερώσει στους πάντες – ήρωες και θεατές- εν μέσω αυλών, θυρσών, και τυμπάνων, ποιος είναι ο ερχόμενος. Το παρελθόν  συσκοτίζει τον νου, μπερδεύει αφήνει κενά. Ενώ το παρόν κατοικείται από τον  Πενθέα – κάτοικο ενός κόσμου διαρκώς παρόντα- που αρνείται να δει, και όταν θα δει / καταλάβει θα πεθάνει.

Η μετάβαση από την τυφλότητα στην όραση από το σκοτάδι στο φως, από την αμνησία  στη μνήμη γίνεται με οδηγό τον γυναικείο χορό. Μετάβαση ανοίκεια, οδυνηρή γεμάτη πτώματα και θανάτους. Η πορεία από το σκοτάδι στο φως, από σκοτάδι σε σκοτάδι, είναι μια πορεία φόβου και παραίσθησης σύγχυσης και ταραχής. Σκοτεινές επιθυμίες πρόκειται να φωτιστούν, το ψυχικό σκοτάδι πρόκειται να βγει στο φως.

Τι είδους βλέμμα απαιτεί μια τέτοια αποκάλυψη;

Ποιοι «βλέπουν» σε αυτό το  σκοτάδι; Ο μάντης και ο Θεός. Μήπως και η Αγαύη; 

Η Αγαύη είναι αυτή που μας ξεναγεί στην μετάβαση ενός άλλου τόπου και μας αφήνει στις περιπέτειες του βλέμματος εκεί. Με απλανές βλέμμα,  μετέωρο κοιτά –το κενό ή το χάσμα -  της ανθρώπινης ύπαρξης και της Θείας Δημιουργίας. Έτσι ξεκινά  για το βουνό μέσα από το θείο κάλεσμα.

Εκεί μας πληροφορεί ο αγγελιοφόρος   η Αγαύη  επαγρυπνά (692). Αποβάλλει τον ύπνο από τα μάτια, επαγρυπνά ανησυχητικά παραφυλάει και κινητοποιεί τον  γυναικείο χορό των Βακχών. Η μητρική επαγρύπνηση  είναι εφιαλτική, απειλητική και θανατηφόρα. Εδώ, είναι οριακή, σύνορο και όριο, βάζει όρια. Με  άγρυπνο βλέμμα επιβάλλει τα όρια του κόσμου ή ετοιμάζεται να τα αναθεωρήσει; Ή μας διαπαιδαγωγεί  πάνω στα όρια του κόσμου; Ο αγγελιοφόρος  ειδοποιεί: εκεί μπορούμε να δούμε  τον κόσμο ως «θαύμα ιδείν ευκοσμίας» (693).  Έτσι η αποκάλυψη του Θεού είναι γεγονός.

Σε ένα περιβάλλον αντικατοπτρισμών  ο γυναικείος χορός  των Βακχών «φαίνεται» ακατανόητος. Τι είναι πραγματικό και τι παραίσθηση; Ο Αγγελιοφόρος μας διηγείται τι είδε στο βουνό και μας ειδοποιεί ότι η Αγαύη «βλέπει αλλιώς», ότι κουβαλά ήδη μια άλλη όραση ίσως προβληματική. Ίσως το αίτημα  των Βακχών (–  ως άγνοια ή κατανόηση  του μεγάλου  κινδύνου της διονυσιακής εμπειρίας[1]  -) μέσω της Αγαύης  επανεξετάζει  το ζήτημα της μνήμης και της περιπλάνησης του βλέμματος[2] στην ανθρώπινη κατάσταση. Ανάμεσα στον ταραγμένο κόσμο του «φαίνεσθε και του είναι»,  του ορατού και του αόρατου, του σκότους και του φωτός, του αθέατου και του μύχιου, ο γυναικείος χορός των Βακχών επιχειρεί. Για να δεις πρέπει να θυμηθείς το πρόσωπο του ανθρώπου και του Θεού. Για να ανεβείς στο φως περνάς από τον Κιθαιρώνα, για να κατανοείς τα ορατά αναγνωρίζεις τα αόρατα, το χορό των Βακχών τους χτύπους της καρδιάς παράλληλα με τα τύμπανα των Βακχών.

Μέσω του άγριου βλέμματος της Αγαύης – όμμασιν σκυθρωπόν (1232)- τώρα ο θεατής  των βακχικών οργίων μας λέει ο αγγελιοφόρος οδηγείται από την φρεναπάτη στο έγκλημα και παρακολουθεί δεινόν θέαμα (760). Σε αυτό το πέρασμα είναι σωτήριο να βλέπεις χωρίς να σε βλέπουν ορώμεν ουχ ορώμενοι (1050). Έτσι κοιτάμε τις Βάκχες, κρυμμένοι στην σκιά από τότε μέχρι τώρα.

Μήπως όμως: «Το να ζεις τυφλά είναι μια μορφή αγριότητας και έλλειψη πολιτισμού;». Το θέαμα γίνεται δεινό σε αυτό το  πέρασμα. Από το σκοτάδι στο φως και από την αγριότητα στον πολιτισμό: «Καλούμαστε  να δούμε». Να περάσουμε από την τυφλότητα  στην όραση. Σε αυτού του είδους τα εφιαλτικά περάσματα υπάρχει  το θηριώδης μητρικό βλέμμα που επαγρυπνά άγρια, φυλάσσει τις διαδρομές και απειλεί. Μέδουσες Γοργόνες και Γραίες φυλάσσουν αντίστοιχα περάσματα και με επικίνδυνο βλέμμα. Το βλέμμα που δεν αντέχεται κατοικεί εδώ. Όπως και  η Αγαύη παρακολουθεί την πολλαπλότητα  όλων των βλεμμάτων και εποπτεύει. Στην Αλληλουχία του βλέμματος – μας λέει ο Vernant[3]-  η Μέδουσα προκαλεί το θάνατο, ίσως και η Αγαύη. Το βλέμμα μέσα στο βλέμμα διαμορφώνει μια διαπαιδαγώγηση ανοίκεια, μυητική, γεμάτη ρήξεις αντιθέσεις που άλλοτε συγκροτεί τον ήρωα ή τον Θεό και άλλοτε τον σπαράσσει.

Οι Βάκχες μας λέει ο αγγελιοφόρος χόρευαν δαιμονικό χορό σαν σκιές ορατές και αόρατες. Το αόρατο τιμωρεί. Το ορατό εξαπατά. Παραισθήσεις του προσώπου που δεν βλέπει πια και ότι βλέπει είναι εφιάλτης. Η  Αγαύη μας συστήνεται  σαν μια διάσταση ριζικής ετερότητας περιθωρίου. Μέσω του μητρικού βλέμματος η μητρική της αγκαλιά γίνεται  καθρέπτης και παγίδα  του βλέμματος του Άλλου  στην περιπέτεια της ζωής. Το βλέμμα της  παγιδεύει και σκοτώνει. Με αντεστραμμένο  νού,   - διαστρόφοις κόρας (1123)- με γυρισμένα μάτια αναλαμβάνει τον Πενθέα η τεκούσα σε (966) ως μία εφιαλτική  ιστορία διαπαιδαγώγησης, αρπαγής και θυσίας του  αγαπημένου της παιδιού.  

Αυτή η  όραση  κερδίζεται ολέθρια. «Βλέπει ξανά τα πράγματα». Αναθεωρεί τον κόσμο  και  βλέπει μέσα σε αυτόν. Βάκχες και Γοργόνες συγκατοικούν στο βασίλειο του  διπλού του πολλαπλού, του αθέατου και του κρυφού και κυρίως μας διαπαιδαγωγούν με το βλέμμα. Το βλέμμα και ο νούς γυρίζουν μαζί. Η Βακχεία ήταν μέθη αποπροσανατολισμού, μέθη ενθουσιασμού που την οδήγησε να δει για τι είδους  έργα ήταν ικανή: το παιδί της σκοτωμένο από το δικό της χέρι. Η Αγαύη λέει ουκ είδα (1269), δεν κατανοεί ούτε τι κάνει ούτε τι βλέπει. Γίνεται Άλλος. Είμαστε στην έλλειψη νοήματος ή στην επαναφόρτιση της αλήθειας; Είμαστε στον τόπο των παραισθήσεων των ψυχικών αλλοιώσεων  της παραφοράς στο σπάσιμο των δεσμών, στην κατάλυση των ορίων, στο σπαραγμό. Η δίωξη των μαινάδων δεν απέχει από  το χαοτικό βλέμμα προς τα μέσα τις μεταμορφώσεις των προσώπων.

Αγγεία και παραστάσεις των μαινάδων απεικονίζονται με ζώα κρεμασμένα ανάποδα. Με άγριο βλέμμα  πιάνουν παιδιά-θηρία. Η μητρική αγκαλιά είναι ένας καθρέπτης που παγιδεύει μικρά ζώα και παιδιά στον πιο άγριο κυνήγι της ζωής. Η Αγαύη δεν βλέπει τον Πενθέα αλλά ένα αγρίμι κυνηγημένο, μακάριον θήραμα (1171) ένα νέο λιοντάρι νέον λίον (1174).  Για αυτό το κυνήγι καυχιέται η Αγαύη  ίδητε άγραν (1253). Η διαπαιδαγώγηση στο φόβου του θανάτου εναλλάσσεται με τη μάσκα του φόβου - το προσωπείο – που τώρα  αντικαθιστάται  τελετουργικά  με το πρόσωπο της μητέρας.

Είναι η στιγμή που η Αγαύη στρέφει το κεφάλι προς τον ουρανό για να δει σημάδι Θεού, οιωνό, διέξοδο[4]. Πρώτον μεν ες τόνδ’ αιθέρ’ όμμα σον μέθεν, (1264) να δεις στον ουρανό, την συμβουλεύει ο Κάδμος, μαζεύοντας τα κομμάτια του Πενθέα.  Διασπαραγμός και  το βλέμμα στο ουρανό συμπορεύονται. Τα μάτια γίνονται γυαλιά αναζητώντας διαφυγή και έξοδο. Ο κόσμος είναι ένας κόσμος ερειπίων. Η Αγαύη στέκει στη σιωπή.  Το βλέμμα προς τα πάνω προς τον ουράνιο θόλο κάνει την Αγαύη έννους (1270). Ο ουράνιος θόλος μας επαναφέρει, αυτό είναι το σημάδι του. Το βλέμμα προς τον ουρανό – τον ουράνιο θόλο – αυτό τον τεράστιο καθρέπτη του κόσμου μας παρέχει μια γνώση μεταμορφωτική: όποιος δει μέσα σε αυτόν δεν είναι πια  ο εαυτός του, δεν μένει ίδιος. Η μεταστροφή του νου αλλάζει το βλέμμα. Το να δεις με σωφροσύνη, να γίνει έννους προϋποθέτει την αλλαγή βλέμματος. Μετάνοια  ή αναγνώριση των επιπτώσεων, του τι σημαίνει να ζει κανείς χωρίς Θεό. Η γνώση αυτή φέρνει εξαθλίωση. Η διαπίστωση ότι τα γήινα πράγματα μας εμποδίζουν να δούμε τα αόρατα και τα άυλα, τα ψυχικά είναι επίσης ολέθρια.

Αυτή η ματιά που στρέφεται προς τα μέσα και προς τα πάνω δεν αφορά μόνο τον ήρωα, αφορά και την πόλη άρα  είναι και  πολιτική. Η μετάνοια δίδεται ως αλλαγή του νου αλλά και της στάσεως στον κόσμο. Το «μετα-νοώ» βλέπω αλλιώς, αλλάζω μυαλά, μεταμορφώνομαι έχει πρώιμα ειπωθεί.

 Τώρα η Αγαύη  θα μας αφηγηθεί  με το βλέμμα της ξανά τι βλέπει: Ορώ μέγιστον άλγος (1283).  Όσοι ζουν μετανοημένοι βλέπουν  το μέγιστο άλγος. Μαθητεύουν στη διατύπωση αυτή του άλγους και του πένθους.  Με αυτή τη γνώση παίρνει εκ νέου το δύσβατο δρόμο του πάθους και του πένθους ως  μόνη οδό. Το τέλος της τύφλωσης αφορά και αυτή τη διαπίστωση. Η αλλαγή του βλέμματος αυτού ωθεί τελετουργικά στην προσδοκία μιας νέας στάσης ζωής: μια επανάσταση, μεταμόρφωση εσωτερική, οικοδόμηση ενός νέου κόσμου και εαυτού.

Η μετάνοια δοξάζει το Θεό τότε  και τώρα. Το βλέμμα της Αγαύης γίνεται οδηγός μετανοίας και μας προτείνει να αλλάξουμε βλέμμα και νου προς τα γήινα και κοσμικά. Ένας άλλος κόσμος μας θωρεί και τον θεωρούμε:  Το βλέμμα προς τον ουρανό καθρεπτίζει τον κόσμο.

Το κείμενο είναι φορέας διαλόγου. Η επάνοδος του τραγικού καταφτάνει ως παρόν διαρκές και αιτείται ανάγνωση.

Ο  τόπος του κειμένου ανήκει στον πολιτισμό που το γεννά. Ο τόπος της ανάγνωσης όμως ανήκει σ’ εμάς – εδώ και τώρα- επανακαθορίζει κάθε φορά  το κείμενο και τον κόσμο, το βλέμμα μέσα σε αυτόν.



[1] E. R. Dodds, Euripides Bacchae, μετφρ. Λίνα Κασδαγλή, Oxford Press 1960,  Εταιρεία  Νεοελληνικών Σπουδών και Γενική  Παιδείας, Αθήνα 1977.
[2] Γιάγκος Ανδρεάδης, Από τον Αισχύλο στον Μπρέχτ. Όλος ο κόσμος μια σκηνή, Τόπος, Αθήνα 2009, 183-187.
[3] Jean-Pierre Vernant, Το Βλέμμα του θανάτου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991.
[4] J. P. Vernant, Το μάτι στον καθρέπτη, μτφρ. Βάσω Μέντζου, επιμ. Παντελής Μπουκάλας, Ολκός Αθήνα 2001. Το κεφάλαιο: «Πέρα από τον Καθρέπτη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου