Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Άρθρο με τίτλο Διόνυσος και Μήδεια, Τόπος Επίκοινος, Αφιέρωμα στις Βάκχες του Ευριπίδη

Διόνυσος  και   Μήδεια

Δρ. Αναστασιάδη  Δήμητρα

Δημοσίευση  Τόπος  Επίκοινος σ. 33-35




Όταν οι τερατικές μητέρες της αρχαίας  τραγωδίας Μήδεια, Αγαύη, Εκάβη, από επιθυμία ή μεταμόρφωση, θρηνούν, πενθούν, μαίνονται, παραφέρονται, πάσχουν, ένας Θεός είναι διαρκώς παρών. Ο Θεός Διόνυσος.
Πώς εξηγείται στα πάθη των γυναικών, ένας θεός να μοιράζεται τα πάθος και το πένθος μαζί τους; Πως εξηγούνται από τις πρώτες παιδοκτονίες κιόλας της Πρόκνης και της Φιλομήλας, οι παρουσίες  του Διονύσου; Ο μύθος μας λέει: «στο Άργος, στο τέλος της περιπλάνησης του, ο Διόνυσος τρέλανε τις Αργίτισσες κόρες του βασιλιά, όταν ο βασιλιάς αμφισβήτησε τη θεϊκή του καταγωγή. Οι  κόρες του κομμάτιασαν τα παιδιά τους  στους αγρούς και τα έφαγαν ωμά».[1]
Οι παιδοκτονίες στο Άργος ή στον Κιθαιρώνα είναι συνδρομή του Διονύσου. Ο Θεός είναι παράταιρα δεμένος με τη παιδοκτονία. Ας θυμηθούμε τις παιδοκτονίες της Πρόκνης και της Φιλομήλας: παραφέρονται, ξεσκίζουν και βράζουν παιδιά από θεϊκό ενθουσιασμό.[2] Ακόμα ο Θεός ανατρέφεται από φονικές μητέρες: την Ινώ, που είναι αδελφή  της μητέρας του θεού Σεμέλης, αδελφή επίσης της Αγαύης και της Αυτονόης. Αγαύη και Αυτονόη είναι δεμένες επίσης με την παιδοκτονία, αφού και οι δύο με τον τρόπο τους βρίσκονται μπλεγμένες στο σπαραγμό παιδιών. Ακόμη, η Αγαύη σκοτώνει τον γιό της και βασιλιά Πενθέα. Η Ινώ,  σκοτώνει τα παιδιά της και θαλασσώνεται από το θέλημα της Ήρας ( Ευρ., Μήδ.,  1280-1290). Οι πρώτες παιδοκτονίες δένονται με το Θεό Διόνυσο ακόμη και μέσω της Ήρας που διώκει το Θεό, ως μητέρα θεών και ανθρώπων και  προκαλεί τη δολοφονία του από τηην Ινώ, σπρώχνοντας την με μανία στη θάλασσα ( μια άλλη μυθική εκδοχή).
Οι παιδοκτονίες μπλέκονται από τη συνδρομή του Θεού Διονύσου και η εμπλοκή παράγεται μέσου του γυναικείου θυμού. Τότε που θυμός και θύμηση είναι πένθος και πόθος φιλοπενθής, θύειν και θυσία μαζί. Εμπλέκονται και μεθούν τη γυναικεία  - μητρική ψυχή οδηγώντας την στη κατασπάραξη παιδιών. Η Μήδεια το ομολογεί  ρητά, μετά από τις παραισθήσεις του θυμού της, την μήνιδα – ίδια με του Αχιλλέα – μέσα από τα φαντάσματα , τις μνήμες, την ανάμνηση της μητρότητας, ότι οδηγείται σε μέθη αισθήσεων.  « Τολμάς μεθείναι καρδίας χόλον» (Ευρ., Μήδ., 590) ή ακόμη  «Θυμός δε κρείσσων των εμών βουλευμάτων» (Ευρ., Μήδ.,  1078-80).
Η Φιλομήλα και η Πρόκνη, βιασμένες και αρπαγμένες θυμώνουν και σπαράζουν παιδιά. Το ίδιο και η Ήρα είναι διαρκώς θυμωμένη με τον Διόνυσο. Οι παιδοκτονίες εκτελούνται παρουσία θεών και ανθρώπων και λειτουργούν διαρκώς στα παράγωγα του «θυμός» και  «θύειν». Θυμός  όπως οργή και θύειν όπως θυσία και αποχαλίνωμα. Θυμός, οργή και όργιο, οργασμός της ζωής. Θυσία, όπως προσφορά και φόρος στη συλλογική ζωή. Και στις δύο παιδοκτονίες της Μήδειας και της Αγαύης, ο θανών γίνεται θύμα που μέσα από τον θάνατό του αναγεννιέται η κοινότητα. Αναγέννηση που θα σημαίνει τη νέα πολιτιστική τάξη. Μια νέα τάξη που στεριώνει πάνω στο αίμα και στο θάνατο. Η μητρότητα θυμώνει και θυμάται, πενθεί και οδύρεται, ένα μοτίβο που το συναντάμε στην περιπλάνηση της θεάς Δήμητρας, όπου και εκεί  θύμηση, πένθος και οδυρμός οδηγούν στην Περσεφόνη, την κόρη που Άδη και στο θάνατο. Στην κοιλιά της Βαυβώς – μια πιθανή κύηση του Διονύσου – ο Θεός εμφανίζεται έμβρυο ήδη, παρών στην μητρική μήνιν – οργή και πένθος της θεάς Δήμητρας, να εξευμενίζει.
Τι είδους μητρότητα  αποθεώνει και συντροφεύει ο Θεός; Τι σημαίνει η αποδοχή ή η εκδίωξη του θεού μέσω μιας μητρότητας  καλής ή κακής; Πώς η αποδοχή του θεού συντροφεύεται  από όργια συλλογικών φόνων, σπαράγματα παιδιών  ή του θεού του  ίδιου; Και τέλος τι μπορεί να σημαίνει ένας θεός που ο ίδιος έχει διαμελισθεί και διασπαραγμοί επανειλημμένως από τους Τιτάνες ως νήπιο και ως έφηβος να προτρέπει σε παιδοκτονίες; Και τέλος η παιδοκτονία της Μήδειας, πως σχετίζεται ( αν τελικά σχετίζεται) με τον Θεό Διόνυσο;
Πουθενά μέσα στο  κείμενο του Ευριπίδη δεν αναφέρεται ο θεός, όπως επίσης κανένας μύθος δεν συνδέει ρητά τη παιδοκτονίας της Μήδειας με τον Διονυσιακό ενθουσιασμό. Κατά τη γνώμη μας όμως  υπάρχουν αναλογίες από μια σειρά συσχετίσεων που συνδέουν και τις δύο μορφές. Ότι ενώνει τις ιστορίες των δύο προσώπων κατ’ αρχάς είναι ο σπαραγμός. Σπαραγμός, θυσία του πιο αγαπημένου κομματιού της ζωής. Ο σπαραγμός προκύπτει από  τις  ιδιόμορφες ιδιότητες, στοιχεία που εμφανίζουν τα δύο πρόσωπα στον μύθο  αλλά και στη τραγωδία. Ο Ι. Κόττ μας λέει:[3]
            «Αν συγκρίνουμε όλες τις παραδόσεις γύρω από τον Διόνυσο, ξεχωρίζουν σαφώς τα κοινά σημεία των διαφόρων εκδοχών. Είναι: α) η τρέλα, θεϊκή τρέλα συνήθως σταλμένη από το θεό τον ίδιο, β) μια παιδοκτονία, συνήθως του γιού του ίδιου του φονιά, γ) ο φόνος συνοδεύεται από τα κομμάτια του σώματος (σπαραγμός) δ) το φάγωμα ωμού κρέατος, η ευχαρίστηση κρέατος ωμού που εξυμνεί ο χορός των Βακχών και ε) ο γιός κομματιάζεται και καταβροχθίζεται από την ίδια τη μητέρα».
Αν συγκρίνουμε τα παραπάνω στοιχεία με την περίπτωση της Μήδειας παρατηρούμε ότι πρώτα η τρέλα της Μήδειας είναι  ερωτική,  όχι ξεκάθαρα δοσμένη από τον θεό Διόνυσο, αλλά μόνο «χαλεπά γάρ βροτοίς ομογενή μιάσματα΄επί γαίαν, αυτοφόνταις δυνωδά θεόθεν πίπτοντ΄  επί δομοίς άχη» (Ευρ., Μήδ., 1268-70). Η παιδοκτονία είναι σημείο απόλυτης συμφωνίας αφού η Μήδεια στις πιο συνηθισμένες μυθικές εκδοχές είναι εκείνη που παιδοκτονεί όπως επίσης και ο φόνος, το κομμάτιασμα του σώματος των παιδιών – ο διασπαραγμός-  υπάρχει και μέσα στην τραγωδία, αφού η Μήδεια αναφέρεται ως «μυσαρά» και  «παιδολέτορ» (Ευρ., Μήδ., 1393). Η όψη δολοφονημένων παιδιών  την μετατρέπει σε «αισχροποιέ και τέκνων μιαιφόνε» (Ευρ. Μήδ., 1346).
Εξ’ άλλου η Μήδεια αναφέρεται στην τραγωδία και στο μύθο σαν εκείνη που γνωρίζει  τις διαδικασίες   του σπαραγμού, διαμελισμού του σώματος. Για παράδειγμα, στη χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη, Πελιάδες, ή ακόμη και στο μύθο όπου η Μήδεια σκοτώνει, σπαράζει και διασκορπίζει τα κομμάτια του αδελφού της, φεύγοντας από την Κολχίδα. Σπαράγματα οικείων προσώπων της πόλης ή του στενού οικογενειακού κύκλου, ότι μας κάνει να συμπεραίνουμε ότι κάθε φυγή της Μήδειας είναι διασπαραγμός[4] σκόρπισμα των οικείων  κομματιών και φυγή, απελευθέρωση ή από- ενοχοποίηση, σπάραγμα και ταξίδι, μία εκ νέου περιπλάνηση για την ανεύρεση του επόμενου κύκλου ζωής ή των κομματιών του δικού μας εαυτού. Τότε που κάθε φόνος της Μήδειας γίνεται τελετουργία[5]. Όπου υπάρχει τελετουργία, τελετή, υπάρχει και ίδρυση εορτών για καθαρμό αιώνιο στη μνήμη και στο χρόνο, όπως οι ιερουργίες προς τιμήν της Ήρας μετά τη παιδοκτονία  «Γή δε τήδε Σίσυφου σεμνήν εορτήν και τέλη προσάψωμεν το λοιπόν αντί τούδε δυσσεβούς φόνου» (Ευρ., Μήδ.,1381-83).
Το ίδιο, απ’ όπου περνά ο Θεός Διόνυσος κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης του ιδρύει τελετές, μυστήρια προς δόξα και αποδοχή του θεού. Τέλος ως προς τη ωμοφαγία και τη καταβρόχθιση του διαμελισμένου γιού από τη μητέρα, στη Μήδεια δεν υπάρχουν  τέτοιες αναφορές αλλά υπάρχει ενταφιασμός των παιδιών στη γή – μια άλλη κύηση ή καταβρόχθιση, κατακρυπτιείν από τη μεγάλη μητέρα των Θεών και των ανθρώπων, τη μητέρα Γή- γαία, αρχέγονη μητέρα  πάντων που κυει και ενταφιάζει αιωνίως ταγμένη στις διαδικασίες της γέννησης και της φθοράς.
Πέρα από τις κεντρικές αναφορές στις οποίες παραπέμψαμε, όπου μπορεί να ταυτίζονται ή να διαφοροποιούνται οι μορφές  του Διονύσου και της Μήδειας σχετίζονται επιπλέον. Κατ’ αρχήν και οι δύο μορφές μετά τις παιδοκτονίες, τη παραφορά και τη ζάλη των αισθημάτων ή των αισθήσεων και οι δύο προετοιμάζουν τη φυγή τους με από μηχανής θεούς [6]. O Διόνυσος στη στέγη του παλατιού και η Μήδεια   στη στέγη του οίκου της με το φιδόσυρτο άρμα της και τα σκοτωμένα παιδιά της, έτοιμη να πετάξει για την Αθήνα. Εμφανίζονται μεσίστιοι να διαμεσολαβούν θεούς και ανθρώπους, πάνω και κάτω, ουρανό και γη, κάτι που επίσης επαναλαμβάνεται και στις μεταμορφώσεις της Πρόκνης και της Φιλομήλας ως πουλιά, μια επίσης μεσολάβηση αντιθέτων κόσμων. Τότε που το ιερό με το ανίερο και το όσιο με το ανόσιο γεφυρώνεται, τότε που το τραγικό θύμα, ως σημείο και σύμβολο μεσολάβησης, δείχνει το δρόμο, ένα δρόμο γεμάτο πτώματα[7].
Και οι δύο μορφές, Διόνυσος και Μήδεια, είναι μορφές βάρβαρες και ελληνικές μαζί. Είναι εξόριστοι, μη αποδεκτοί, ανένταχτοι. Ο Διόνυσος καλεί σε τελετουργικούς χορούς όσους δεν  εντάσσονται στο θεσμικό πλαίσιο, τις γυναίκες. Γεγονός που τον ονομάζει συχνά Ελευθέριο και Λύσιο[8], ότι δένει τις γυναίκες επιπλέον   με τη διονυσιακή θρησκεία. Μήδεια και Διόνυσος επαναλαμβάνουν τα στοιχεία της θυσιαστικής κρίσης: στοιχεία που στοχεύουν στην εξάλειψη των διαφορών υπαινισσόμενοι μια νέα οπτική στον κόσμο, έργο του Διονύσου αλλά και των γυναικών στην τραγωδία.[9]
Ακόμη, Διόνυσος και Μήδεια διαφυλάττουν μυστικά και τέρατα[10]  τα αντιμετωπίζουν στις περιπλανήσεις τους). Ο Διόνυσος τάσσεται συχνά στις διαφυλάξεις του ιερού, χώροι που επίσης διαφεντεύει η γυναίκα. Ακόμη, συχνά στις διηγήσεις εμφανίζεται προσφιλής προς την εγκαταλελειμμένη γυναίκα τύπου Αριάδνης. Η νοσταλγία, σαν πένθος ή πάθος ερωτικό όλο ανάμνηση, δένεται με τη διονυσιακή μανία.[11]Γεγονός που αποδεικνύει ξανά ότι η μανία – το μένος – η γυναικεία μήνις ή μέθη οργιαστική, οργή και όργιο είναι συγγενικά και είναι έργα διονυσιακά με ρητή ή άρρητη τη συμμετοχή του θεού. Έργο διονυσιακό, ότι μεταδίδεται προς κάθαρση, προς κοινοποίηση ή διαπόμπευση, ότι φωτίζει και απελευθερώνει το άγος – μίασμα, εξιλεώνοντάς το. Όπου υπάρχει πομπή γυναικών, τελετή φόνος συλλογικός, τελετουργία, υπάρχει και Διόνυσος, όπως υπάρχει και τραγωδία ( Βάκχες, Εκάβη).
Η Μήδεια δρα μόνη της, έρημος αναλαμβάνει τη τελετή εξιλέωσης. Η οργή της δεν μοιράζεται με κανένα. Μόνη, «μήτηρ, κινεί καρδίας, κινεί δε χόλον» (Ευρ., Μήδ.,  99) και «τολμάς μεθείναι καρδίαν μέγαν χόλον» (Ευρ., Μήδ., 590). Η διονυσιακή παρουσία δεν αναφέρεται ρητά πουθενά στο ευριπίδειο κείμενο, αλλά τι είναι εκείνο κινεί καρδίαν και χόλον και τολμά μεθείναι καρδίαν πέραν του Διονύσου; Και να σημειώσουμε  εδώ ότι ολόκληρη η μηχανική των σχεδίων της για τους επερχόμενους θανάτους εξ’ αρχής έχει ειπωθεί ότι είναι απονομή δίκης «συν θεώ» («ός ημίν σύν θεώ τείσαι δίκην» (Ευρ., Μήδ., 802).
Ποιος Θεός αποδίδει τη δίκη και συμπράττει σε δολοφονίες παιδιών; Ποιος Θεός στη τραγωδία θεώνει τα πρόσωπα μέσω των δολοφονιών σπρώχνοντας όλο βιαιότητα πέραν  του θεού της τραγωδίας, του ίδιου του Διονύσου; Ποια ψυχική αναγκαιότητα εκφράζεται μέσω του θεού που την απελευθερώνει ή την κοινοποιεί, παρόλο που εκείνος μπορεί να μένει δέσμιος ή και ανομολόγητα αθέατος; ( Βάκχες).
Οι απαντήσεις δεν είναι δεδομένες αλλά υπάρχει κάτι ακόμη που συγχέει τη μεταξύ τους σχέση. Και τα δύο πρόσωπα μετά το τέλος των  περιπλανήσεων τους ή των σταθμών που έχει η δράση τους , ξένοι διαρκώς Άλλοι, αυτοί οι  ξένοι, εξόριστοι και οι διαρκώς ανέστιοι θα εγκαθίστανται μετά τις δολοφονίες, τις τιμωρίες, τα  σπαράγματα ή τις θυσίες στην Αθήνα. Τότε που η πόλη των Αθηνών θα αποδέχεται το ξένο, το βάρβαρο, το ανόσιο, σαν προσφορά ασύλου και προστασίας, σαν μια αποδοχή της ύπαρξης των αντιθέτων κομματιών της κοινότητας των Αθηναίων πολιτών. Τότε που η ένωση με τα αντίθετα θα σημαίνει ολοκλήρωση, ενοποίηση των πολλαπλών κομματιών της ζωής για την πόλη. Ότι θα σημαίνει για τους άντρες αποδοχή των γυναικών, του γυναικείου λόγου και της γυναικείας δράσης, ότι θα σηματοδοτεί την αποδοχή του διαφορετικού, του  παράδοξου, του ανοίκειου, του χθόνιου και του ανίερου. Στοιχεία που επιτρέπουν να ακουστεί η στιγμή της εξορίας της Μήδειας σαν μια στιγμή όπου: « όπου ετ’ αιδώς ελλάδι τα μεγάλα μένει» (Ευρ., Μήδ., 846-850).
Μήδεια και Διόνυσος, στοιχεία ετερότητας που θα γίνονται αποδεκτά στην πόλης της Αθήνας, μετά τη διασάλευση, την πομπή, την αταξία, το χαοτικό. Στοιχεία ετερότητας[12]που στη Μήδεια θα δικαιολογούνται καταρχάς όταν η τραγική φιγούρα θα παίρνει μορφές ζωώδεις και τερατικές, όψεις σκύλλας, λέαινας, ταύρου. Ετερότητα που θα δικαιολογείται πολλαπλά, αφού είναι βάρβαρη, ως προς τον πολιτισμό, είναι γυναίκα ως προς το κλάμπ ανδρών – πολιτών της Αθήνας, είναι ξένη ως προς το ελληνικό στοιχείο, όπως  είναι και εξόριστη. Στοιχεία  ετερότητας ταυτόσημα που συγκεντρώνει και ο Θεός Διόνυσος, αφού μεταμορφώνεται  διαρκώς, είναι αμφίβολης και βαρβαρικής καταγωγής, ξένιος, εκπροσωπείται από γυναίκες και είναι διαρκώς περιπλανώμενος, εξόριστος.
Μια ετερότητα που συμβολίζει το θάνατό μας. Συμβολίζει και δηλώνει πως ο άλλος, ο ξένος και ο διαφορετικός από εμάς, όπως και για τη πόλη των Αθηνών, μας καταργεί, αφού πυρπολεί τη κοινότητα, τον  ίδιο μας τον εαυτό, την ταυτότητά μας.
Κατάργηση και αφανισμός της ίδιας της συλλογικότητας. Ότι μας εξουθενώνει, μας οδηγεί στο χαμό, μας διαψεύδει. Μια εικόνα ζωής που αποκρύπτεται και φωτίζεται στις ίδιες τεχνικές που υπάρχει το θέατρο των σκιών  και των φαντασμάτων της ζωής ή  της πόλης.
 Έτεροι, τραγικά θύματα ή θύτες, θεοί ή δαίμονες, στοιχεία της φύσης ή του χθόνιου και του τερατικού, είναι όποιοι θα συσσωρεύουν  το κακό, το άγος, τη νόσο, όποιοι επίσης θα την αποδεσμεύουν, ελευθερώνοντάς την, καθαίροντας. Έτεροι, αυτοί που θα μας αναγεννούν. Ο μύθος του Διονύσου είναι ένας τέτοιος μύθος[13]. Κύκλος ζωής  και θανάτου, δηλαδή ένας μύθος μυητικός.[14]Στον ίδιο μυητικό μύθο, τον διονυσιακό κύκλο ζωής και θανάτου βρίσκονται και οι άλλες παιδοκτονίες της Πρόκνης και της Φιλομήλας. Ότι μας κάνει εν τέλει να υποθέτουμε ότι κάθε θάνατος στην τραγωδία, κάθε κύλισμα των χεριών στο αίμα είναι μια γέννηση, νύξη και υποψία δημιουργίας στον κόσμο, τόσο για την πόλη των αθηναίων όσο και για εμάς σήμερα. Ότι διπλά δοξολογεί  τον θεό Διόνυσο σαν θεό της ζωής και του θανάτου, ότι  επίσης διπλά δοξολογεί τις κακές τερατικές μητέρες, να είναι μητέρες που σχετίζονται με τον Θεό και επιφέρουν σε κάθε  θάνατο μια επιπλέον γέννηση ζωής.[15]



[1] Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη. Βιβλίο Γ. V.2. τόμ. Α & Β, εισαγωγή- μετάφραση, σχόλια Απ. Παπανδρέου, Αφ. Τολίδη, Αθήνα, 1970. Το ίδιο περιστατικό αναφέρεται και στον Όμηρο Ιλιάδα, τ. 130.
[2] Κάρλ Κερενουΐ, Η μυθολογία των Ελλήνων, Εστία, Αθήνα 1966, σ. 529.
[3] Ιάν Κόττ, Θεοφαγία, Εξάντας Αθήνα, 1976, σ. 214.
[4] Mimoso –Ruiz, Medee Antique et Moderne, Association des Puplicites, Paris, 1980, p. 26.
[5] Idid., p. 30.
[6]Idiod., p. 243.
[7] Idiod., p 18.
[8] J. P. Vernant, Μύθος και Σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα, Νεφέλη, Αθήνα 1987, σ. 167.
[9] Rene Girard,  Εξιλαστήριο Θύμα – Η βία και το ιερό, Εξάντας, Αθήνα 1991, σ. 215.
[10] J.Bessiere – A. Michel, Figures Feminines et Romans, centre d’ Etudes du Roman et du Romansque, Puf, Paris 1982, p. 16.
[11] Walter Otto, p. 182.
[12] J. P. Vernant,   Το βλέμμα του θανάτου, Αλεξάνδρεια Αθήνα 1992, σ. 12.
[13] M. Detienne, Dionysos mis a mort, Essais, Paris 1977, p. 30-31.
[14] W. Otto, p.182.
[15] W. Otto, p.189.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου